αγγελόκομμα

αγγελόκομμα
το [αγγελοκόβω]
παρεμπόδιση και συνεπώς παράταση τού ψυχορραγήματος κάποιου με κλάματα και φωνές που απομακρύνουν τον ψυχοπομπό άγγελο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”